- πενταφάρμακος
- πεντα-φάρμᾰκος, ον,A consisting of five drugs or ingredients : pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταφάρμακος — ον, Α 1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον είδος εδέσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φάρμακον (πρβλ. τετρα φάρμακος)] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek